Η Αντίπαρος (αρχ. Ωλίαρος) είναι μικρό βραχώδες κατοικημένο νησί του Νοτίου Αιγαίου στην καρδιά των Κυκλάδων, το οποίο απέχει λιγότερο από ένα ναυτικό μίλι από την Πάρο, με το λιμένα της οποίας συνδέεται με μικρό τοπικό πορθμείο. Στην νησίδα Σαλιαγκός βρίσκεται ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων, καθώς και το Δεσποτικό, ακατοίκητη νήσος στα νοτιοδυτικά της Αντιπάρου, που αποτελεί τόπο μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας.
Η Κοινότητα Αντιπάρου ιδρύθηκε το 1914 και προήχθη σε Δήμο το 2010 με την εφαρμογή του σχεδίου νόμου «Καλλικράτης», βάσει της αρχής του «κάθε νησί και δήμος». Καταλαμβάνει δε έκταση 35,1 τ.χλμ. συμπεριλαμβάνοντας τη νήσο της Αντιπάρου, το Δεσποτικό και το Στρογγυλό. Αριθμεί, σύμφωνα με την απογραφή του 2001 1.037 μόνιμους κατοίκους και έχει πυκνότητα 29,5 κατοίκους ανά τ.χλμ. Στην Αντίπαρο λειτουργεί Νηπιαγωγείο, Δημοτικό Σχολείο, Γυμνάσιο και Λύκειο. Η οικονομία του νησιού βασίζεται στον τουρισμό, την αλιεία, την κτηνοτροφία και λιγότερο στη γεωργία στον κάμπο και στις βορειοανατολικές πεδινές εκτάσεις της. Είναι γνωστή για τη χαρακτηριστική κυκλαδίτικη ομορφιά με τις λευκές κατοικίες, τα λιθόστρωτα σοκάκια και τις όμορφες μπουκαμβίλιες που ανθούν στις αυλές των σπιτιών. Αποτελεί δημοφιλές τουριστικό θέρετρο τα καλοκαίρια για Έλληνες και Ευρωπαίους επισκέπτες, αλλά και τόπο επένδυσης Αμερικανών παραθεριστών.
Ο κεντρικός οικισμός εντοπίζεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, απέναντι από την Πούντα της Πάρου με την οποία συνδέεται με φέρρυ. Το ιστορικό κέντρο εντοπίζεται στο ενετικό Κάστρο της Αντιπάρου, το οποίο συνδέεται μέσα από το εμπορικό δρομάκι με το γραφικό πορθμείο στην παραλιακή. Άλλοι γνωστοί οικισμοί είναι ο παραθεριστικός οικισμός του Αϊ-Γιώργη στο νοτιοδυτικό άκρο, ο οποίος και έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλης, ο Σωρός και ο Κάμπος, ενώ γνωστές παραλίες της ευρύτερης περιοχής του κέντρου είναι οι Ψαραλυκιές, ο Σιφνέϊκος γιαλός και η παραλία του κάμπινγκ.
Ιστορία
Προϊστορικά χρόνια
Η ιστορία της Αντιπάρου ξεκινάει από τη νεολιθική εποχή όταν χρησιμοποιούνταν το σπήλαιό της ως καταφύγιο. Οι αρχαιολογικές έρευνες στο Σαλιαγκό, μια χαμηλή τότε χερσόνησο στον ισθμό Πάρου-Αντιπάρου, έφεραν στο φως ευρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του παλαιότερου οικισμού των Κυκλάδων, ενώ η άνθιση των πρωτοκυκλαδικών πολιτισμών της Πάρου, της Αντιπάρου και του Δεσποτικού συνεχίστηκε την 3η χιλιετία π.Χ., με την ανάδειξη νεκροταφείων, ειδών κεραμικής και με ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από τις ανασκαφές στο Απάντημα, στο Σωρό, στις Πεταλίδες και στους Κρασάδες. Οι πρώτες ανασκαφές στο Δεσποτικό πραγματοποιήθηκαν το 1889 από το Χρήστο Τσούντα, αποκαλύπτοντας πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία, ενώ στην περιοχή Χειρόμυλοι βρέθηκαν ίχνη προϊστορικού οικισμού. Στο Στρογγυλό διασώζονται ερείπια νεολιθικού οικισμού, ενώ στον Κάβουρα ανακαλύφθηκαν ειδώλια της πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Είδη κεραμικής που χρονολογούνται στους γεωμετρικούς χρόνους μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία.
Αρχαίοι χρόνοι
Κατά την αρχαιότητα, το νησί της Αντιπάρου ταυτίζεται με τον «Ωλίαρο», ονομασία η οποία συναντάται σε κείμενα αρχαίων γεωγράφων, όπως του Ηρακλείδου, του Στράβονος και του Πλινίου του Πρεσβύτερου, ενώ το Δεσποτικό ταυτίζεται με την αρχαία Πρεπέσινθο. Σήμερα υπάρχει η παραδοχή πως οι πρώτοι κάτοικοι των ιστορικών χρόνων ήταν Φοίνικες από τη Σιδώνα, ενώ επιτύμβιες στήλες και κιονόκρανα που ανακαλύφθηκαν στον Άγιο Γεώργιο προδίδουν την ύπαρξη εποικισμού κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Το 1959 ο Νίκος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε ανασκαφές στη θέση Ζουμπάρια και στη Μάντρα Δεσποτικού, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη δωρικού ναού από τους αρχαϊκούς χρόνους, ο οποίος χρονολογείται στο 500 π.Χ. Το 1997 ανασκαφές που έγιναν στη Μάντρα από τον αρχαιολόγο Γιάννο Κουράγιο, έφεραν στο φως μεγάλο τμήμα των βοηθητικών χώρων ενός ιερού. Στα ευρήματα της ανασκαφής συγκαταλέγεται επίμηκες κτιριακό συγκρότημα, αποτελούμενο από πέντε συνεχόμενα παράλληλα δωμάτια. Στο νότιο δωμάτιο εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα υλικών των αρχαϊκών χρόνων ανατολικοϊωνικής, ροδιακής, κυπριακής και αιγυπτιακής προέλευσης.
Στον τόπο των ανασκαφών έχουν βρεθεί πολλά μαρμάρινα μέλη γλυπτών, δύο αρχαϊκές κεφαλές κούρων, ο κορμός γυμνού ανδρικού αγάλματος, τμήμα ενεπίγραφου περιρραντηρίου αρχαϊκής εποχής με την επιγραφή «Μάρδης ανέθηκεν». Ανάμεσα στα σπουδαία ευρήματα συγκαταλέγεται ο κτιστός τετράγωνος μαρμάρινος βωμός αφιερωμένος στην ΕΣΤΙΑ ΙΣΘΜΙΑ των κλασικών χρόνων και ο οποίος αποτελεί μαρτυρία για μια από τις λατρευόμενες θεότητες των Κυκλάδων. Η επιγραφή μαρτυρά επίσης το τοπωνύμιο του ακρωτηρίου όπου βρίσκεται το ιερό «ΙΣΘΜΟΣ» και επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Οι έρευνες έφεραν στο φως ακόμη πέντε κτίρια και η ανασκαφή τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα ευρήματα μαρτυρούν τη διαδεδομένη λατρεία του Θεού Απόλλωνα στις Κυκλάδες, καθώς υπήρχαν σύμφωνα με την παράδοση εικοσιδύο λιτά ιερά στην ευρύτερη περιοχή, ένα εκ των οποίων ήταν εκείνο του Δεσποτικού, το οποίο διασώζεται ανέπαφο από τον 7ο αιώνα π.Χ. οπότε και λειτουργούσε έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Μεσαίωνας
Το νησί της Αντιπάρου συμπεριελήφθη το 1207, κατά την περίοδο της λατινοκρατίας στο Δουκάτο της Νάξου από τον ιδρυτή του, το Βενετό στρατιωτικό Μάρκο Σανούντο. Από τότε η Αντίπαρος παρείχε μόνιμα 30 κωπηλάτες στις γαλέρες του Δουκάτου. Το 15ο αιώνα άρχισε η σκληρή δοκιμασία της νήσου από Έλληνες και ξένους πειρατές, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο στους όρμους του «Στενού των 14 ποδών», όπως αποκαλούνταν τότε χαρακτηριστικά το στενό της Αντιπάρου έως ότου περιήλθε η νήσος στον σημαίνοντα τότε βενετικό Οίκο των Λορεντάνο ως προίκα, όταν ο Τζιοβάννι Λορεντάνο αποφάσισε να παντρευτεί τη Μαρία Σομμαρίπα της Αντιπάρου. Ο Λορεντάνο έχτισε την κατοικία του και εγκατέστησε νέους κατοίκους, οικοδομώντας σταδιακά μαζί με τις υπόλοιπες κατοικίες γύρω από «το Σπίτι του Άρχοντα» το Κάστρο περί το 1440, του οποίου την πύλη στόλιζε ο θυρεός τους. Στη συνέχεια περιήλθε στον Οίκο των Πιζάνη μέχρι το 1537, οπότε και κατελήφθη από τον Οθωμανό κουρσάρο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και παραχωρήθηκε στην οικογένεια των Κρίσπι. Το 1566 εντάχθηκε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1770, κατά την περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου κατελήφθη από το ρωσικό στόλο των αδελφών Ορλώφ έως και το 1774 και Ρώσοι αφαίρεσαν πολλούς σταλακτίτες από το σπήλαιο της Αντιπάρου, μεταφέροντάς τους στη Ρωσία στο μουσείο Ερμιτάζ. Κατά τον Τόρνεφορτ, το 1770 στην Αντίπαρο αριθμούσαν 78 οικίες με περίπου 200 κατοίκους.
Αργότερα βρέθηκε ξανά υπό την κατοχή των Οθωμανών και έγινε συχνά στόχος επιδρομών από πειρατές, με αποκορύφωμα τη λεηλασία του νησιού και τη σφαγή του πληθυσμού το 1794 από Κεφαλλονίτες και Μανιάτες πειρατές, οι οποίοι απήγαγαν την κόρη του Βενετού υποπρόξενου Γκρατσιόζα Φραντζίσκα, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα άνευ προηγουμένου ανθελληνικό κύμα στην τότε Ευρώπη.
Ελληνική Επανάσταση
Το 1821 οι κάτοικοι του νησιού έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, ενώ ο Νεόφυτος Μαυρομάτης, μετέπειτα δεσπότης Ναυπάκτου και ο Ανανίας, δάσκαλος του Γένους φαίνεται πως είχαν αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο της Αντιπάρου. Με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου του 1830 και της 18ης Αυγούστου του 1832 η Αντίπαρος ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Κράτος. Έγγραφο στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, του 1829, συνταγμένο από τον έκτακτο Επίτροπο Ιάκωβο Ρίζο, διορισμένο στον τμήμα των κεντρικών Κυκλάδων με έδρα τη Νάξο, και με αποδέκτη τη Γενική Γραμματεία της Επικράτειας, μας πληροφορεί σχετικά με τον πληθυσμό του νησιού: 224 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 14 πάροικοι.
Νεότερα χρόνια
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κάτοικοι του νησιού πήραν ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών, χρησιμοποιώντας την περιοχή του Άι-Γιώργη, πίσω από το βουνό της Αντιπάρου, ως μυστική βάση υποβρυχίων. Χαρακτηριστική περίοδος της ιστορίας του νησιού ήταν η λεγόμενη «Επιχείρηση Αντίπαρος», η οποία στοίχισε τη ζωή πολλών Ελλήνων και συμμάχων.
Μετά το πέρας του πολέμου η Αντίπαρος επέστρεψε στους γαλήνιους ρυθμούς της, αναπτυσσόμενη ως ψαροχώρι και σταδιακά ερήμωσε από τη μετανάστευση, με το νησί να είναι απομονωμένο.
Η Αντίπαρος έγινε γνωστή στο ευρύτερο ελληνικό κοινό το 1960 και μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, όταν φιλοξενήθηκαν τα συνεργεία της Φίνος Φιλμ στο ιστορικό κέντρο για τα γυρίσματα της ταινίας Μανταλένα, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της φυσικής της ομορφιάς και του ιστορικού τοπίου. Έκτοτε το νησί κατέστη δημοφιλής τουριστικός προορισμός για Έλληνες και ξένους τουρίστες τα καλοκαίρια και η οικονομία του οικισμού άρχισε να προσανατολίζεται στην τουριστική ανάπτυξη.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Αντίπαρος κατέστη δημοφιλής εναλλακτικός τουριστικός προορισμός Ευρωπαίων γυμνιστών για τις απόμακρες και αμμουδερές της παραλίες, ιδίως στο ευρέως γνωστό camping της, ενώ από τη δεκαετία του 1990 άρχισε να γνωρίζει σταδιακή ανάπτυξη λόγω και της εγγύτητάς της με την Πάρο, βελτιώνοντας τις υποδομές της ώστε να υποδεχτεί το αυξανόμενο κύμα των τουριστών.
Κινηματογράφος
Μανταλένα (1960)
Μανταλένα είναι ο τίτλος ελληνικής αισθηματικής, κωμικής-δραματικής, μιούζικαλ ταινίας του 1960, σε παραγωγή Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και σε σενάριο του Γιώργου Ρούσσου. Πρωταγωνιστούν οι Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ και Παντελής Ζερβός. Είναι, επίσης, βραβευμένη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η ταινία αφορά τη Μανταλένα, μία δυναμική γυναίκα, που παρά τις αντιξοότητες που της παρουσιάζονται προσπαθεί να ζήσει, μετά τον θάνατο του πατέρα της, που ήταν βαρκάρης. Όταν αποφασίζει να συνεχίσει την ανδρική δουλειά του Κοσμά, το χωριό προβληματίζεται, ενώ υπάρχει μία έχθρα με την οικογένεια άλλων βαρκάρηδων. Ο παπά-Φώτης όμως, παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, και τη βοηθά να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Τέλος, η Μανταλένα, παντρεύεται με τον γιο της αντίπαλης οικογένειας.
Suntan (2016)
To Suntan είναι ελληνική δραματική, αισθηματική, θρίλερ ταινία του 2016, σε σκηνοθεσία Αργύρη Παπαδημητρόπουλου. Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνεργασία με Σύλλα Τζουμέρκα. Πρωταγωνιστούν οι Μάκης Παπαδημητρίου, Έλλη Τρίγκου, Ντιμι Χαρτ (Dimi Hart), Milou Van Groesen, Marcus Collen Χαρά Κότσαλη και Παύλος Ορκόπουλος. Η ταινία επικεντρώνεται σε έναν 40αρη αγροτικό ιατρό, τον Κωστή, ο οποίος γνωρίζει μία νεαρή κι ελεύθερη κοπέλα, και ό,τι δεν έζησε στα φοιτητικά του χρόνια το ζει ένα καλοκαίρι στην Αντίπαρο.
Η ταινία δεν τοποθετείται απλώς στην Αντίπαρο, γυρίστηκε κι εκεί, τον Αύγουστο του 2014. Πρεμιέρα έκανε στις 2 Φεβρουαρίου του 2016, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ρότερνταμ, αποσπώντας καλές κριτικές, ειδικότερα από το Variety. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε στις 31 Μαρτίου του 2016. Οι κριτικές γενικότερα που έλαβε το έργο ήταν πολύ καλές. Ενώ καλές κριτικές έλαβαν και οι πρωταγωνιστές του έργου.
This webpage is also available in: English (Αγγλικά)